Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Αγιογράφοι και ιστορικοί της τέχνης μιλούν για τις απεικονίσεις του Ιησού


Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ζωγραφίζεται κατά το πρέπον, περισσότερον από όλα τα άλλα άγια πρόσωπα της θρησκείας μας», επισημαίνει ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Εκφρασις». Παντοκράτωρ και Ελεήμων, Βασιλεύς των Βασιλευόντων και Σωτήρ ή «Χριστός Ακρα Ταπείνωση» (όπως ονομάζονται οι εικόνες με την Αποκαθήλωσή του από τον Σταυρό), δεσπόζει, κυριαρχεί σε όλους τους χώρους της χριστιανικής λατρείας, άμεσα αναγνωρίσιμος, χάρη σε μια παράδοση αιώνων που του έχει προσδώσει μία σχεδόν συγκεκριμένη μορφή. Και έξω από τις εκκλησίες, ο Χριστός, που έχει εμπνεύσει κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών, παραμένει και πάλι τις περισσότερες φορές γνώριμος, με τα ίδια χαρακτηριστικά, ακόμη και αν οι τεχνοτροπίες ή οι προθέσεις του κάθε καλλιτέχνη είναι διαφορετικές.

Ο «γνώριμος» Χριστός της ζωγραφικής, ο Χριστός με τα μακριά μαλλιά και τη γενειάδα, συναντάται από τα πρώτα κιόλας δείγματα της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Είναι η πιο χαρακτηριστική μορφή στον χώρο της αγιογραφίας. Πώς απέκτησε αυτά τα χαρακτηριστικά; Ποιοι είναι οι λόγοι που «επέβαλαν» αυτή τη συγκεκριμένη μορφή; Είναι η παράδοση, που χάνεται μέσα στον χρόνο, αυτός ο παράγοντας που μας δίνει εξηγήσεις, αλλά και που δεν μας αφήνει παράλληλα να βγάλουμε ένα απόλυτα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Ο Χριστός ζωγραφίζεται έτσι, γιατί έτσι «ζωντάνευε» από τις περιγραφές των ιερών κειμένων, γιατί έτσι, για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, «διασώθηκε» με την ανθρώπινη μορφή του ως σήμερα, από την παράδοση.


«Είναι τα ιερά κείμενα, είναι η τέχνη που υπάρχει από τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, είναι μια ολόκληρη σειρά παραδόσεων πίσω από τη μορφή του Χριστού, όπως αυτή συναντάται στην εκκλησιαστική ζωγραφική», λέει ο Γιάννης Καρούσος, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. «Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, ο ένας καλλιτέχνης διαδεχόταν τον άλλο και εμπνεόταν από το έργο του, καθένας "πάταγε" πάνω στη δημιουργία των άλλων για να φιλοτεχνήσει τις δικές του αγιογραφίες».


* Περιορισμοί και παραδόσεις


Ετσι, εύλογα, ο Χριστός, το ύψιστο σημείο αναφοράς της χριστιανικής θρησκείας, απέκτησε μια πολύ συγκεκριμένη μορφή, από την οποία πολύ σπάνια αποκλίνουν οι δημιουργοί. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αισθανόμαστε περιορισμένοι», εξηγεί ο Γ. Καρούσος, «και δεν αναφέρομαι μόνο στην περίπτωση του Χριστού, αλλά γενικότερα σε όλη αυτή την τέχνη που σήμερα την χαρακτηρίζουμε ως αγιογραφία. Και εδώ ο καλλιτέχνης είχε και έχει ελευθερίες. Εχει τις ελευθερίες μέσα του. Ο μοναδικός περιορισμός του είναι το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού που καλείται να ζωγραφίσει. Εκεί μπορεί όλα να είναι καθορισμένα. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τόσες πολλές σχολές εκκλησιαστικής ζωγραφικής, που ανάμεσά τους μπορεί να επιλέξει αυτή που του ταιριάζει περισσότερο, ώστε δεν μπορούμε να μιλούμε για περιορισμούς».


Από την εποχή των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών, από την εποχή των ξύλινων εικόνων ως σήμερα, η μορφή του Χριστού παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς των χριστιανικών αξιών. Οι απεικονίσεις της γνώριμης μορφής του σε διαφορετικές στιγμές της πορείας του ανάμεσα στους θνητούς συναντώνται όμοιες, αλλά και συνοδευόμενες από τα ιδιαίτερα στοιχεία τής κάθε εποχής όπου φιλοτεχνήθηκαν, σε όλα τα μέρη όπου έφθασε ο Χριστιανισμός. Η μορφή του αποτυπώθηκε στα ψηφιδωτά, «σε μια τέχνη και τεχνική που έχει ρίζες στην ύστερη αρχαιότητα», όπως επισημαίνει η Νανώ Χατζηδάκη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «η οποία όμως χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο αριθμό παλαιοχριστιανικών εκκλησιών», καθώς και σε φορητές εικόνες. Ο Χριστός στον τρούλο της Ροτόντας της Θεσσαλονίκης, ως θριαμβευτής (4ος αιώνας), ο Χριστός στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και στην αυτοκράτειρα Ζωή (1044) ή στην ίδια εκκλησία, ένθρονος, με τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ' να τον προσκυνά (912), ο Παντοκράτορας στη Μονή του Οσίου Λουκά, ο Χριστός στο μαυσωλείο της Galla Placidia στη Ραβέννα, ως καλός ποιμένας, είναι μερικές μόνο από τις πιο χαρακτηριστικές απεικονίσεις του σε ψηφιδωτά.


Από τον 12ο αιώνα, στις μεγάλες εικόνες, τις επονομαζόμενες δεσποτικές, ο Χριστός εμφανίζεται «στον τύπο του Παντοκράτορος, δηλαδή ντυμένος με χιτώνα και ιμάτιο, με το δεξί χέρι υψωμένο σε χειρονομία ευλογίας και κρατώντας στο αριστερό, κλειστό ή ανοιχτό, Ευαγγέλιο», σύμφωνα με τον καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτη Βοκοτόπουλο. Από τον 11ο αιώνα ξεκινά η φιλοτέχνηση της μορφής του Χριστού κατά την επικείμενη Δευτέρα Παρουσία, καθώς και «διάφορες παραλλαγές της Θεοτόκου, η οποία κρατεί με τρυφερότητα τον μικρό Χριστό που φαίνεται συχνά να παίζει μαζί της», μας πληροφορεί πάντα ο Π. Βοκοτόπουλος. Τον 12ο αιώνα εμφανίζεται «ο Χριστός Ακρα Ταπείνωση», νεκρός, με γερμένο το κεφάλι, ενώ «από τον 16ο αιώνα χρησιμοποιείται παράλληλα και ο τύπος του Χριστού Μεγάλου Αρχιερέως, με επισκοπική αμφίεση ­ σάκο, ωμοφόριο και μίτρα ­, που ευλογεί και κρατεί Ευαγγέλιο».


* Οι εικονογραφικοί τύποι


Ο Χριστός «ζωγραφίζεται συμφώνως με διάφορους εικονογραφικούς τύπους», σημειώνει ο Φ. Κόντογλου. «Ο πλέον σπουδαίος από αυτούς είναι ο τύπος του Παντοκράτορα, κατά τον οποίον ζωγραφίζεται η εικών του Κυρίου μέσα εις τον τρούλον, με την επιγραφή IC XC». Επίσης, ο «επί θρόνου ολόσωμος ημφιεσμένος με αρχαία ελληνικά φορέματα, ευλογών διά της δεξιάς, διά δε της αριστεράς κρατών, ακουμβισμένον εις το γόνατον, το άγιον Ευαγγέλιον, ανοικτόν ή κλειστόν, και πατών επάνω εις υποπόδιον με τους πόδας γυμνούς, φορώντας μόνον σανδάλια. Παριστάνεται ακόμα και ως Μέγας Αρχιερεύς, ημφιεσμένος αρχιερατικόν σάκκον, ωμοφόριον, επιμάνικα και επιγονάτιον, διά της δεξιάς ευλογών, διά δε της αριστεράς κρατών το Ευαγγέλιον ανοικτόν, εις το οποίον είναι γραμμένον: "Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου". Εις τας αρχαιοτέρας εικόνας ζωγραφίζεται με την κεφαλήν ασκεπή, όπως εις τον τύπον του Παντοκράτορος, ή φορεί μίτραν χαμηλήν, ομοίαν με των αυτοκρατόρων. Εις τους μεταγενέστερους χρόνους ο Χριστός ο Μέγας Αρχιερεύς ζωγραφίζεται φορών υψηλήν μίτραν, όπως είναι των αρχιερέων τής σήμερον».


Η δυνατή, «συγκεκριμένη» παράδοση συνόδευε και συνοδεύει πάντα την εικαστική δημιουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη Δύση, οι δημιουργοί συχνά πήραν μεγαλύτερες ελευθερίες, μεταφέροντας τον Χριστό σε σύγχρονές τους εποχές, φιλοτεχνώντας συχνά έργα τολμηρά. Ο ασυνήθιστος ρεαλισμός της «Σταύρωσης» του Μαζάτσιο (1426), με τη Μαρία Μαγδαληνή γονατισμένη στη βάση του Σταυρού να έχει αφήσει ελεύθερα τα κατάξανθα μαλλιά της στις πλάτες της, ο ρομαντικός σχεδόν Ιησούς του Μπεάτο Φρα Αντζέλικο (1437 περίπου), η τολμηρή «Παναγία θηλάζουσα» του Ρομπέρτου Καμπίν (1430) με τη Θεομήτορα μέσα σε ένα αστικό φλαμανδικό σπίτι του 15ου αιώνα, να δίνει το στήθος της στο βρέφος, η τραγική «Αποκαθήλωση» του Καραβάτζιο, έντονα ρεαλιστική, σχεδόν σαν φωτογραφία... είναι ελάχιστα μόνο δείγματα μιας τεράστιας παραγωγής έργων τέχνης εμπνευσμένων από τον βίο του Χριστού.


Το φαινόμενο Ιησούς Χριστός και ολόκληρη η πορεία του Χριστιανισμού μέσα στον χρόνο ήταν τόσο δυνατά, που εύλογα απασχόλησαν ιδιαίτερα έντονα τους καλλιτέχνες. Ο Χριστός, είτε είναι αυστηρός και απόλυτα συγκεκριμένος, όπως στη βυζαντινή τέχνη, είτε πιο τρυφερός με μεγαλύτερες ελευθερίες στην έκφραση και στην κίνηση όπως στην Αναγέννηση και στις εποχές που την ακολούθησαν, ρεαλιστικός ή ποιητικός, ανθρώπινος ή σύμβολο - πνεύμα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ενότητα για τον ερευνητή της παγκόσμιας ιστορίας των εικαστικών τεχνών: με πλήθος έργα εμπνευσμένα από το πέρασμά του από τη γη, είτε αυτά έχουν φιλοτεχνηθεί για λατρευτικούς σκοπούς είτε ως μεμονωμένες στιγμές από την πορεία διάσημων καλλιτεχνών στην κοσμική ζωγραφική.


Το άρθρο αυτό λήφτηκε από την ιστοσελίδα http://www.tovima.gr/ - ΚΟΣΜΑΣ ΒΙΔΟΣ Κυριακή 27 Απριλίου 1997 .

Τρίτη 12 Μαΐου 2009

Παναγία - Η Χαρά των Χριστιανών( Φώτης Κόντογλου)


Η Παναγία είναι το πνευματικό στόλισμα της ορθοδοξίας. Για μας τους Έλληνες είναι η πονεμένη μητέρα, η παρηγορήτρια κ' η προστάτρια, που μας παραστέκεται σε κάθε περίσταση.
Σε κάθε μέρος της Ελλάδας είναι χτισμένες αμέτρητες εκκλησιές και μοναστήρια, παλάτια αυτηνής της ταπεινής βασίλισσας, κι' ένα σωρό ρημοκλήσια, μέσα στα βουνά, στους κάμπους και στα νησιά, μοσκοβολημένα από την παρθενική και πνευματική ευωδία της.

Μέσα στο καθένα από αυτά βρίσκεται το παληό και σεβάσμιο εικόνισμά της με το μελαχροινό και χρυσοκέρινο πρόσωπό της, που το βρέχουνε ολοένα τα δάκρυα του βασανισμένου λαού μας, γιατί δεν έχουμε άλλη να μας βοηθήσει, παρεκτός από την Παναγία, «άλλην γαρ ουκ έχομεν αμαρτωλοί προς Θεόν εν κινδύνοις και θλίψεσιν αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι υπό πταισμάτων πολλών».

Το κάλλος της Παναγίας δεν είναι κάλλος σαρκικό, αλλά πνευματικό, γιατί εκεί που υπάρχει ο πόνος κ' η αγιότητα, υπάρχει μονάχα κάλλος πνευματικό. Το σαρκικό κάλλος φέρνει τη σαρκική έξαψη, ενώ το πνευματικό κάλλος φέρνει κατυάνυξη, σεβασμό κι αγνή αγάπη. Αυτό το κάλλος έχει η Παναγία. Κι' αυτό το κάλλος είναι αποτυπωμένο στα ελληνικά εικονίσματά της που τα κάνανε άνθρωποι ευσεβείς οπού νηστεύανε και ψέλνανε και βρισκόντανε σε συντριβή καρδίας και σε πνευματική καθαρότητα.

Στην όψη της Παναγίας έχει τυπωθεί αυτό το μυστικό κάλλος που τραβά σαν μαγνήτης τις ευσεβείς ψυχές και τις ησυχάζει και τις παρηγορά. Κι' αυτή η πνευματική ευωδία είναι το λεγόμενο Χαροποιόν Πένθος που μας χαρίζει η θρησκεία του Χριστού, ένα βότανο άγνωστο στους ανθρώπους που δεν πήγανε κοντά σ' αυτόν τον καλόν ποιμένα.

Τούτη τη χαροποιά λύπη την έχουνε όλα όσα έκανε η ορθόδοξη τέχνη, και τα ευωδιάζει σαν σμύρνα και σαν αλόη, καν εικόνισμα είναι, καν υμνωδία, καν ψαλμωδία, καν χειρόγραφο, καν άμφια, καν λόγος, καν κίνημα, καν ευλογία, καν χαιρετισμός, καν μοναστήρι, καν κελλί καν σκαλιστό ξύλο, καν κέντημα, καν καντήλι, καν αναλόγι, καν μανουάλι, ότι και νάναι αγιωτικό. Από τα ονόματα και μόνο που έδωσε η ορθοδοξία στην Παναγία, και που μ'; αυτά την καταστόλισε, όχι σαν είδωλο θεατρικό, όπως γίνηκε αλλού που φορτώσανε μια κούκλα με δαχτυλίδια και σκουλαρήκια και με ένα σωρό άλλα ανίερα και ανόητα πράγματα, λοιπόν αυτά μοναχά, λέγω, φαίνεται πόσο πνευματική αληθινά είναι η λατρεία της Παναγίας στην ελληνική ορθοδοξία.

Πρώτα-πρώτα το ένα αγιώτατο όνομά της: Παναγία. Ύστερα τα άλλα: Υπερευλογημένη, Θεοτόκος, Παναμώμητος, Τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξωτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ, Ζώσα και Άφθονος, Πηγή, Έμψυχος Κιβωτός, Άχραντος, Αμόλυντος, Κεχαριτωμένη, Αειμακάριστος και Παναμώμητος, Προστασία, Επακούουσα, Γρηγορούσα, Γοργοεπήκοος, Ηγιασμένος Ναός, Παράδεισος λογικός, Ρόδον το Αμάραντον, Χρυσούν Θυμιατήριον, Χρυσή Λυχνία, Μαναδόχος Στάμνος, Κλίμαξ Επουράνιος, Πρεσβεία θερμή, Τείχος απροσμάχητον, Ελέους Πηγή, του Κόσμου Καταφύγιον, Βασιλέως Καθέδρα, Χρυσοπλοκώτατος Πύργος και Δωδεκάτειχος Πόλις, Ηλιοστάλακτος Θρόνος, Σκέπη του Κόσμου, Δένδρον αγλαόκαρπον, Ξύλον ευσκιόφυλλον, Ακτίς νοητού ηλίου, Σιών αγία, Θεού κατοικητήριον, Επουράνιος Πύλη, Αδικουμένων προστάτις, Βακτηρία τυφλών, Θλιβομένων η χαρά, και χίλια δυο άλλα, που βρίσκονται μέσα στα βιβλία της εκκλησίας.

Κοντά σ' αυτά είναι και τα ονόματα που γράφουνε απάνω στα άγια εικονίσματά της οι αγιογράφοι: Οδηγήτρια, Γλυκοφιλούσα, Πλατυτέρα των Ουρανών, η Ελπίς των απελπισμένων, η Ταχεία Επίσκεψις, η Αμόλυντος, η Ελπίς των Χριστιανών, η Παραμυθία, η Ελεούσα κι άλλα πολλά, που γράφουνται από κάτω από τη συντομογραφία: ΜΗΡ ΘΥ, που θα πεί Μήτηρ Θεού.

Πόση αγάπη, πόσο σέβας και πόσα κατανυκτικά δάκρυα φανερώνουνε μοναχά αυτά τα ονάματα, που δεν ειπωθήκανε σαν τα λόγια οπού βγαίνουνε εύκολα από το στόμα, αλλά που χαραχτήκανε στις ψυχές με πόνο και με ταπείνωση και με πίστη. Αμή οι ύμνοι της πούναι αμέτρητοι σαν τάστρα τ'; ουρανού κ'; εξαίσιοι στο κάλλος, και που τους συνθέσανε οι άγιοι υμνολόγοι, «θίασον συγκροτήσαντες πνευματικόν»! Σ' αυτό το ευωδιασμένο περιβόλι βρίσκουνται όλα τα αμάραντα άνθη και τα ευωδιασμένα βότανα του λόγου.

Αληθινά προφήτεψε η ίδια η Παναγία για τον εαυτό της, τότε που πήγε στο σπίτι του Ζαχαρία και την ασπάσθηκε η Ελισάβετ, πως θα τη μακαρίζουνε όλες οι γενεές: «Εκείνες τις μέρες, σηκώθηκε η Μαριάμ και πήγε στην Ορεινή με σπουδή στην πολιτεία του Ιούδα και μπήκε στο σπίτι του Ζαχαρία και χαιρέτησε την Ελισάβετ. Και σαν άκουσε η Ελισάβετ τον χαιρετισμό της Μαρίας πήδηξε το παιδί μέσα στην κοιλιά της (2). Και γέμισε Πνεύμα Άγιο η Ελισάβετ και φώναξε με φωνή μεγάλη κ'; είπε: Βλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες και βλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Κι' από πού μου ήρθε αυτό το καλό, νάρθει η μητέρα του κυρίου μου προς εμένα; γιατί μόλις ήρθε η φωνή του χαιρετισμού σου στ' αυτιά μου, ξεπέταξε το παιδί στην κοιλιά μου, κι' είναι μακάρια εκείνη που πίστεψε σε όσα της είπεν ο Κύριος.

Κι' είπε η Μαριάμ: «Δοξολογά η ψυχή μου τον Κύριο κι' αναγάλλιασε το πνεύμα μου για το Θεό τον σωτήρα μου, γιατί καταδέχθηκε να κυτάξει την ταπεινή τη δούλα του. Γιατί, να, από τώρα κ' ύστερα θα με μακαρίζουνε όλες οι γενεές, επειδή έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, κ' είναι αγιασμένο τ' όνομά του, και το έλεός του πηγαίνει από γενεά σε γενεά σε κείνους που έχουνε τον φόβο του». Αμέτρητες είναι οι υμνωδίες της Παναγίας, μα αμέτρητα είναι και τα σεμνόχρωμα εικονίσματά της, που καταστολίζουνε τις εκκλησιές μας, ζωγραφισμένα στο σανίδι είτε στον τοίχο. Σε κάθε ορθόδοξη εκκλησιά στέκεται το εικόνισμά της στο τέμπλο από τα δεξιά της άγιας Πόρτας.

Σε άλλες εικόνες ζωγραφίζεται και μοναχή, μα στα εικονίσματα του τέμπλου κρατά πάντα τον Χριστό στην αγκαλιά της απ' τ' αριστερά, σπάνια απ' τα δεξιά, (τότε λέγεται Δεξιοκρατούσα). Το κεφάλι της είναι σκεπασμένο σεμνά και σοβαρά με το μαφόριο, ένα φόρεμα φαρδύ κι' ιερατικό σκούρο βυσσινί, που πέφτει στον ώμο της απλόχωρο, αφήνοντας να φαίνεται μοναχά το μακρουλό πρόσωπό της και τα χέρια της. Από μέσα από το σκέπασμα φαίνεται μια στενή λουρίδα από το δέσιμο του κεφαλιού της που σφίγγει το μέτωπό της και αφίνει να φανούνε μονάχα οι άκρες των αυτιών της. Το μέτωπό της είναι σαν μελαχροινό φίλντισι, αγνό, απλό και κατακάθαρο.

Τα ματόφρυδά της είναι καμαρωτά, ζωηρά και μακρυά, φτάνοντας ίσαμε κοντά στ'; αυτιά της, τα μάτια της αμυγδαλωτά, ισκιωμένα, καστανά, βαθειά, σοβαρά μα γλυκύτατα, με τ'; ασπράδι καθαρό μα ισκιωμένο. Το βλέμμα της είναι μελαγχολικό απλό, ίσιο, ήσυχο, συμπαθητικό, αγαπητό, θλιμένο μα και μαζί χαροποιό, αυστηρό μα και μαζί συμπονετικό, αγιώτατο, πνευματικό, αθώο, σκεφτικό, άμωμο, ελπιδοφόρο, υπομονητικό, πράο, σεμνώτατο, μακρυά από κάθε σαρκικόν λογισμό, καθρέφτισμα μυστικό του παραδείσου, βασιλικό και ταπεινό, ανθρώπινο και θεϊκό, άκακο, αδελφικό, ευγενικό, ελεγκτικό, άγρυπνο, γαληνό, φιλάνθρωπο, μητρικό, παρθενικό, δροσερό, καυτερό για όσους έχουνε πονηρούς λογισμούς, τρυφερό,διαπεραστικό, ερευνητικό, απροσποίητο, ηγεμονικό, συγκαταβατικό, παρακαλεστικό, αμετασάλευτο. Η μύτη της είναι μακρυά και στενή, με μέτρο, ιουδαϊκή, άσαρκη, με λεπτά ρουθούνια, λίγο γυριστή, σεμνή.

Το στόμα της μικρό, ντροπαλό, φρόνινμο, κλειστό, καθαρό, ισκιωμένο κατά το μάγουλο, σαν να χαμογελά ελαφρά. Το πηγούνι της γυριστό, σεβαστό, ανεπιτήδευτο, ταπεινό. Το μαγουλό της, παρθενικό, καθαρό, χνουδωτό, ευωδιασμένο, ντροπαλό, χλωμό με μιαν ελαφρότατη ροδοκοκκινάδα. Ο λαιμός της γυρτός ταπεινά, σμίγει με το πηγούνι μ' ένα απαλό ίσκιασμα που το λέγανε οι παλαιοί γλυκασμό. Το όλο πρόσωπό της είναι ιερατικό και θρησκευτικό, και μαρτυρά αρχαία φυλή. Τα άχραντα χέρια της είναι μικρά, στενά μακροδάχτυλα, λεπτόνυχα. Με το αριστερό βαστά τον Χριστό, και το δεξί τόχει ακουμπισμένο σεμνά απάνω στο στήθος της, σε στάση παρακαλεστική, με το μεγάλο δάχτυλο μακρυά από τ' άλλα.
Στα πιο αρχαία εικονίσματα αυτό το χέρι είναι πιο όρθιο και πιο ψηλά, κοντά στο λαιμό. Ο πιο αυστηρός τύπος της Παναγίας είναι η λεγόμενη Οδηγήτρια, που έχει όρθια την κεφαλή της, έκφραση απαθέστερη και το όλο σχήμα της είναι πιο ιερατικό.

Ενώ η Γλυκοφιλούσα έχει το κεφάλι της γυρτό κατά το παιδί της, που τ' αγκαλιάζει σφιχτότερα, κ' η έκφρασή της είναι πιο αισθηματική. Η Πλατυτέρα παριστάνεται καθισμένη απάνω στο θρόνο, αυστηρή κι' αλύγιστη, και βαστά τον Χριστό στα γόνατά της, ακουμπώντας τόνα χέρι της στον ώμο του και με τ' άλλο βαστώντας το πόδι του ή ένα μαντήλι.

Στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκκλησιές της Παναγίας γιορτάζουνε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή στις 15 Αυγούστου. Τα τροπάρια που ψέλνουνε σ' αυτή τη γιορτή είναι από τα πιο εξαίσια. Το δοξαστικό του Εσπερινού είναι το μονάχο τροπάρι που ψέλνεται με τους οχτώ ήχους, κάθε φράση κι' άλλος ήχος· αρχίζει από τον πρώτον ήχο και τελειώνει πάλι στον πρώτον.

Μα ολάκερη η Ελλάδα δεν υμνολογά την Παναγία μονάχα με τους ψαλτάδες και με τους παπάδες στις εκκλησιές, αλλά και με το κάθε τι της, με τα χωριά, με τα βουνά, με τα νησιά, πούχουνε τ' αγιασμένο τ' όνομά της. Τα καράβια βολτατζάρουνε στη δροσερή θάλασσα, ανοιχτά από τους κάβους πούναι χτισμένα τα μοναστήρια της, έχοντας στη πρύμνη σκαλισμένο τ' αγαπημένο και προσκυνητό όνομά της.

Όποιος ταξιδεύει στα ελληνικά νερά, σ' όποιο μέρος κι' αν βρεθεί τη μέρα της Παναγίας, θαν ακούσει απ' ανοιχτά τις καμπάνες απάνω από το πέλαγο. Άλλες έρχουνται από τ' Αγιον Όρος που το λένε Περιβόλι της Παναγίας, άλλες από την Τήνο πούχει το ξακουστό παλάτι της, άλλες από την Σαλαμίνα που γιορτάζει η Φανερωμένη, άλλες από τη Μυτιλήνη, από την Παναγιά της Αγιάσσος και της Πέτρας, άλλες από το Μοναστήρι της Σίφνου, άλλες από τη Σκιάθο, άλλες από τη Νάξο, από κάθε νησί, από κάθε κάβο, από κάθε στεριά.