Τετάρτη 13 Μαΐου 2009

Αγιογράφοι και ιστορικοί της τέχνης μιλούν για τις απεικονίσεις του Ιησού


Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ζωγραφίζεται κατά το πρέπον, περισσότερον από όλα τα άλλα άγια πρόσωπα της θρησκείας μας», επισημαίνει ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του «Εκφρασις». Παντοκράτωρ και Ελεήμων, Βασιλεύς των Βασιλευόντων και Σωτήρ ή «Χριστός Ακρα Ταπείνωση» (όπως ονομάζονται οι εικόνες με την Αποκαθήλωσή του από τον Σταυρό), δεσπόζει, κυριαρχεί σε όλους τους χώρους της χριστιανικής λατρείας, άμεσα αναγνωρίσιμος, χάρη σε μια παράδοση αιώνων που του έχει προσδώσει μία σχεδόν συγκεκριμένη μορφή. Και έξω από τις εκκλησίες, ο Χριστός, που έχει εμπνεύσει κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών, παραμένει και πάλι τις περισσότερες φορές γνώριμος, με τα ίδια χαρακτηριστικά, ακόμη και αν οι τεχνοτροπίες ή οι προθέσεις του κάθε καλλιτέχνη είναι διαφορετικές.

Ο «γνώριμος» Χριστός της ζωγραφικής, ο Χριστός με τα μακριά μαλλιά και τη γενειάδα, συναντάται από τα πρώτα κιόλας δείγματα της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. Είναι η πιο χαρακτηριστική μορφή στον χώρο της αγιογραφίας. Πώς απέκτησε αυτά τα χαρακτηριστικά; Ποιοι είναι οι λόγοι που «επέβαλαν» αυτή τη συγκεκριμένη μορφή; Είναι η παράδοση, που χάνεται μέσα στον χρόνο, αυτός ο παράγοντας που μας δίνει εξηγήσεις, αλλά και που δεν μας αφήνει παράλληλα να βγάλουμε ένα απόλυτα συγκεκριμένο συμπέρασμα. Ο Χριστός ζωγραφίζεται έτσι, γιατί έτσι «ζωντάνευε» από τις περιγραφές των ιερών κειμένων, γιατί έτσι, για τον άλφα ή τον βήτα λόγο, «διασώθηκε» με την ανθρώπινη μορφή του ως σήμερα, από την παράδοση.


«Είναι τα ιερά κείμενα, είναι η τέχνη που υπάρχει από τα πρώιμα χριστιανικά χρόνια, είναι μια ολόκληρη σειρά παραδόσεων πίσω από τη μορφή του Χριστού, όπως αυτή συναντάται στην εκκλησιαστική ζωγραφική», λέει ο Γιάννης Καρούσος, που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην τέχνη της εκκλησιαστικής ζωγραφικής. «Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, ο ένας καλλιτέχνης διαδεχόταν τον άλλο και εμπνεόταν από το έργο του, καθένας "πάταγε" πάνω στη δημιουργία των άλλων για να φιλοτεχνήσει τις δικές του αγιογραφίες».


* Περιορισμοί και παραδόσεις


Ετσι, εύλογα, ο Χριστός, το ύψιστο σημείο αναφοράς της χριστιανικής θρησκείας, απέκτησε μια πολύ συγκεκριμένη μορφή, από την οποία πολύ σπάνια αποκλίνουν οι δημιουργοί. «Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως αισθανόμαστε περιορισμένοι», εξηγεί ο Γ. Καρούσος, «και δεν αναφέρομαι μόνο στην περίπτωση του Χριστού, αλλά γενικότερα σε όλη αυτή την τέχνη που σήμερα την χαρακτηρίζουμε ως αγιογραφία. Και εδώ ο καλλιτέχνης είχε και έχει ελευθερίες. Εχει τις ελευθερίες μέσα του. Ο μοναδικός περιορισμός του είναι το εικονογραφικό πρόγραμμα του ναού που καλείται να ζωγραφίσει. Εκεί μπορεί όλα να είναι καθορισμένα. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν τόσες πολλές σχολές εκκλησιαστικής ζωγραφικής, που ανάμεσά τους μπορεί να επιλέξει αυτή που του ταιριάζει περισσότερο, ώστε δεν μπορούμε να μιλούμε για περιορισμούς».


Από την εποχή των ψηφιδωτών και των τοιχογραφιών, από την εποχή των ξύλινων εικόνων ως σήμερα, η μορφή του Χριστού παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς των χριστιανικών αξιών. Οι απεικονίσεις της γνώριμης μορφής του σε διαφορετικές στιγμές της πορείας του ανάμεσα στους θνητούς συναντώνται όμοιες, αλλά και συνοδευόμενες από τα ιδιαίτερα στοιχεία τής κάθε εποχής όπου φιλοτεχνήθηκαν, σε όλα τα μέρη όπου έφθασε ο Χριστιανισμός. Η μορφή του αποτυπώθηκε στα ψηφιδωτά, «σε μια τέχνη και τεχνική που έχει ρίζες στην ύστερη αρχαιότητα», όπως επισημαίνει η Νανώ Χατζηδάκη, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, «η οποία όμως χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο αριθμό παλαιοχριστιανικών εκκλησιών», καθώς και σε φορητές εικόνες. Ο Χριστός στον τρούλο της Ροτόντας της Θεσσαλονίκης, ως θριαμβευτής (4ος αιώνας), ο Χριστός στην Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης ανάμεσα στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μονομάχο και στην αυτοκράτειρα Ζωή (1044) ή στην ίδια εκκλησία, ένθρονος, με τον αυτοκράτορα Λέοντα Στ' να τον προσκυνά (912), ο Παντοκράτορας στη Μονή του Οσίου Λουκά, ο Χριστός στο μαυσωλείο της Galla Placidia στη Ραβέννα, ως καλός ποιμένας, είναι μερικές μόνο από τις πιο χαρακτηριστικές απεικονίσεις του σε ψηφιδωτά.


Από τον 12ο αιώνα, στις μεγάλες εικόνες, τις επονομαζόμενες δεσποτικές, ο Χριστός εμφανίζεται «στον τύπο του Παντοκράτορος, δηλαδή ντυμένος με χιτώνα και ιμάτιο, με το δεξί χέρι υψωμένο σε χειρονομία ευλογίας και κρατώντας στο αριστερό, κλειστό ή ανοιχτό, Ευαγγέλιο», σύμφωνα με τον καθηγητή Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτη Βοκοτόπουλο. Από τον 11ο αιώνα ξεκινά η φιλοτέχνηση της μορφής του Χριστού κατά την επικείμενη Δευτέρα Παρουσία, καθώς και «διάφορες παραλλαγές της Θεοτόκου, η οποία κρατεί με τρυφερότητα τον μικρό Χριστό που φαίνεται συχνά να παίζει μαζί της», μας πληροφορεί πάντα ο Π. Βοκοτόπουλος. Τον 12ο αιώνα εμφανίζεται «ο Χριστός Ακρα Ταπείνωση», νεκρός, με γερμένο το κεφάλι, ενώ «από τον 16ο αιώνα χρησιμοποιείται παράλληλα και ο τύπος του Χριστού Μεγάλου Αρχιερέως, με επισκοπική αμφίεση ­ σάκο, ωμοφόριο και μίτρα ­, που ευλογεί και κρατεί Ευαγγέλιο».


* Οι εικονογραφικοί τύποι


Ο Χριστός «ζωγραφίζεται συμφώνως με διάφορους εικονογραφικούς τύπους», σημειώνει ο Φ. Κόντογλου. «Ο πλέον σπουδαίος από αυτούς είναι ο τύπος του Παντοκράτορα, κατά τον οποίον ζωγραφίζεται η εικών του Κυρίου μέσα εις τον τρούλον, με την επιγραφή IC XC». Επίσης, ο «επί θρόνου ολόσωμος ημφιεσμένος με αρχαία ελληνικά φορέματα, ευλογών διά της δεξιάς, διά δε της αριστεράς κρατών, ακουμβισμένον εις το γόνατον, το άγιον Ευαγγέλιον, ανοικτόν ή κλειστόν, και πατών επάνω εις υποπόδιον με τους πόδας γυμνούς, φορώντας μόνον σανδάλια. Παριστάνεται ακόμα και ως Μέγας Αρχιερεύς, ημφιεσμένος αρχιερατικόν σάκκον, ωμοφόριον, επιμάνικα και επιγονάτιον, διά της δεξιάς ευλογών, διά δε της αριστεράς κρατών το Ευαγγέλιον ανοικτόν, εις το οποίον είναι γραμμένον: "Η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου". Εις τας αρχαιοτέρας εικόνας ζωγραφίζεται με την κεφαλήν ασκεπή, όπως εις τον τύπον του Παντοκράτορος, ή φορεί μίτραν χαμηλήν, ομοίαν με των αυτοκρατόρων. Εις τους μεταγενέστερους χρόνους ο Χριστός ο Μέγας Αρχιερεύς ζωγραφίζεται φορών υψηλήν μίτραν, όπως είναι των αρχιερέων τής σήμερον».


Η δυνατή, «συγκεκριμένη» παράδοση συνόδευε και συνοδεύει πάντα την εικαστική δημιουργία στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Στη Δύση, οι δημιουργοί συχνά πήραν μεγαλύτερες ελευθερίες, μεταφέροντας τον Χριστό σε σύγχρονές τους εποχές, φιλοτεχνώντας συχνά έργα τολμηρά. Ο ασυνήθιστος ρεαλισμός της «Σταύρωσης» του Μαζάτσιο (1426), με τη Μαρία Μαγδαληνή γονατισμένη στη βάση του Σταυρού να έχει αφήσει ελεύθερα τα κατάξανθα μαλλιά της στις πλάτες της, ο ρομαντικός σχεδόν Ιησούς του Μπεάτο Φρα Αντζέλικο (1437 περίπου), η τολμηρή «Παναγία θηλάζουσα» του Ρομπέρτου Καμπίν (1430) με τη Θεομήτορα μέσα σε ένα αστικό φλαμανδικό σπίτι του 15ου αιώνα, να δίνει το στήθος της στο βρέφος, η τραγική «Αποκαθήλωση» του Καραβάτζιο, έντονα ρεαλιστική, σχεδόν σαν φωτογραφία... είναι ελάχιστα μόνο δείγματα μιας τεράστιας παραγωγής έργων τέχνης εμπνευσμένων από τον βίο του Χριστού.


Το φαινόμενο Ιησούς Χριστός και ολόκληρη η πορεία του Χριστιανισμού μέσα στον χρόνο ήταν τόσο δυνατά, που εύλογα απασχόλησαν ιδιαίτερα έντονα τους καλλιτέχνες. Ο Χριστός, είτε είναι αυστηρός και απόλυτα συγκεκριμένος, όπως στη βυζαντινή τέχνη, είτε πιο τρυφερός με μεγαλύτερες ελευθερίες στην έκφραση και στην κίνηση όπως στην Αναγέννηση και στις εποχές που την ακολούθησαν, ρεαλιστικός ή ποιητικός, ανθρώπινος ή σύμβολο - πνεύμα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ενότητα για τον ερευνητή της παγκόσμιας ιστορίας των εικαστικών τεχνών: με πλήθος έργα εμπνευσμένα από το πέρασμά του από τη γη, είτε αυτά έχουν φιλοτεχνηθεί για λατρευτικούς σκοπούς είτε ως μεμονωμένες στιγμές από την πορεία διάσημων καλλιτεχνών στην κοσμική ζωγραφική.


Το άρθρο αυτό λήφτηκε από την ιστοσελίδα http://www.tovima.gr/ - ΚΟΣΜΑΣ ΒΙΔΟΣ Κυριακή 27 Απριλίου 1997 .

Δεν υπάρχουν σχόλια: