Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Περί της Θεοτόκου.


Θεοτόκος είναι μια ελληνική λέξη, θρησκευτική προσαγόρευση, που σημαίνει "Εκείνη που τίκτει Θεό", (το δεύτερο συνθετικό -τόκος προέρχεται από το ρήμα τίκτω που σημαίνει γεννώ). Η προσαγόρευση Θεοτόκος (ως και Θεομήτωρ) χρησιμοποιήθηκαν από την πρωτοχριστιανική Εκκλησία για το πρόσωπο της Μαρίας της μητέρας του Ιησού Χριστού και καθιερώθηκε στην Γ' Οικουμενική Σύνοδο ενώ θεσμοθετήθηκε η γενική αποδοχή από τις Δ' και Ε'

Θεοτόκος και πρωτοχριστιανική Εκκλησία

Πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποίησαν τον "τίτλο" '''Θεοτόκος''' τουλάχιστον από τον τρίτο αιώνα μ.Χ.

Ο [Ωριγένης] το [230] μ.Χ. χρησιμοποίησε πρώτος το όνομα της Παρθένου Θεοτόκος. ερμηνεύοντας το κβ':23 του Δευτερονομίου, «την ήδη μεμνηστευμένην γυναίκα καλεί ούτω και επί του Ιωσήφ και της Θεοτόκου ελέχθη». Ο Ωριγένης, που κατακρίθηκε για άλλες κακοδοξίες του, δεν κατακρίθηκε για το όνομα ''Θεοτόκος'', πράγμα που θα συνέβαινε, αν αυτό ήταν κάποια καινούρια προσφώνηση και όχι παλαιά.

Ο [Διονύσιος ο Αλεξανδρείας] το [250] μ.Χ. σε επιστολή του προς τον Παύλο τον Σαμοσατέα λέγει: «τον σαρκωθέντα εκ της Αγίας Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας». Ο Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας ο θαυματουργός το [275] (λόγος εις τον Ευαγγελισμόν) λέει: «ταύτης ουν της προφητείας την ωδήν η Αγία Θεοτόκος ανέπεμπε λέγουσα, Μεγαλύνει ή ψυχή μου τον Κύριον κτλ».

Ο Ιερός Μεθόδιος επίσκοπος Πατάρων και εκκλησιαστικός συγγραφέας (το [300]-[311]) λέει: «Και δη λαβομένη η Θεοτόκος τον εκ του αχράντου και παναμώμου αυτής θυσιαστηρίου σαρκωθέντα ζωοποιόν και ανέκφραστον άνθρακα, ως λαβίδι...» Και αλλού: «επί τούτοις παρρησιασάμενος ο δίκαιος, και τη προτροπή είξας της διακονησαμένης Θεώ προς ανθρώπους θεομήτορος...» Και αλλού πάλι «τι προς σε φθέγξομαι, ω μήτερ παρθένε, και παρθένε μήτερ; Πατρικοίς σε ύμνοις προσφθέγξομαι, θύγατερ Δαυίδ και μήτερ του Κυρίου και Θεού Δαυίδ... ω πασών γενεών υψηλοτέρα και πάντων ορατών τε και αοράτων δημιουργημάτων τιμιωτέρα φανείσα, διά σου γέγονε Κύριος ο Θεός των δυνάμεων μεθ' ημών. Εύγε εύγε - εύγε Μήτερ Θεού, και δούλη».

Ο Αλεξανδρείας Αλέξανδρος το [320], σε επιστολή προς τον Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρον τον επί της Α' οικουμενικής αγίας Συνόδου, και ο Άμμων Επίσκοπος Ανδριανουπόλεως, ονόμαζαν την Παρθένο Θεοτόκο. Και ο Παμφίλου Ευσέβιος το [320] (εν βίω Κωνσταντίνου κεφ. μγ'.) λέει: «Διό δη βασιλίς η θεοσεβεστάτη (Ελένη), της Θεοτόκου την κύησιν (ήτοι την Βηθλεέμ), μνήμασι θαυμαστοίς κατεκόσμοι». Επίσης ο ίδιος ονομάζει την Παρθένο Μητέρα Θεού, λέγων «ανάγκη γαρ τον δημιουργόν των έργων αυτού κήδεσθαι, επεί δε κοσμικώ σώματι πλησιάζειν εν τε τη γη χρονίζειν έμελλε, της χρείας τούτο απαιτούσης, νέαν τινά γέννησιν εαυτού εμηχανήσατο, χωρίς γαρ τοι γάμων σύλληψις, και Αγνής παρθενίας ειλείθυια, και Θεού μήτηρ, κόρη κτλ.» (βλ. αυτόθι σ. 162).

Ο [Μέγας Αθανάσιος] το [330] λέει «και αυτός δε ο Άγγελος δρώμενος ομολογεί απεστάλθαι παρά του δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ, και επί της Θεοτόκου Μαρίας ο αυτός ωμολόγησε». Και πάλι «σκοπός τοίνυν ούτος και χαρακτήρ της αγίας Γραφής, ως πολλάκις είπομεν, διπλήν είναι την περί του Σωτήρας επαγγελίαν εν αυτή ότι τε αεί Θεός ων και υιός εστί, λόγος ων και απαύγασμα και σοφία του Πατρός, και ότι ύστερον δι' ημάς σάρκα λαβών εκ παρθένου της Θεοτόκου Μαρίας άνθρωπος γέγονε». Και πάλι «όθεν και γενομένης της σαρκός εκ της Θεοτόκου Μαρίας, αυτός λέγεται γεγεννήσθαι ο τοις άλλοις γέννησιν εις το είναι παρέχων και ο Ιωάννης γενομένης φωνής παρά της Θεοτόκου Μαρίας εσκίρτησεν εν αγαλλιάσει». Και πάλι «πόσον αν τις είποι το καύχημα της Αγίας παρθένου, και θεοειδούς Μαρίας». Και αλλού, «Διό και παρθενομήτωρ ως Θεοτόκος η Αγία Μαρία.» (Αθανασ. λογ. γ. κατά Άρειον: τόμ. α' σελ. 563-579-583, τόμ. β' σελ. 824-875-1271 τόμ. γ' σελ. 1351 κ. εξ.).

Ο [Γρηγόριος ο Θεολόγος] το [370], (επιστ. προς Κληδ. τόμ. α' σελ. 738) κατά Απολλιναρίου, λέει: «Ει τις ου Θεοτόκον την Μαρίαν υπολαμβάνει χωρίς εστί της Θεότητος.» Και πάλι ο ίδιος (λόγος α' περί Υιού, προς Έλληνας) «Που γαρ εν τοις σοις έγνως Θεοτόκον παρθένον;» και στον λόγο λε' «Θεοτόκον παρθένον» ονομάζει την Παναγίαν.

Ο [Ιωάννης ο Χρυσόστομος] το [400] (λόγ. εις την Αγίαν παρθένον τόμ. ε' σελ. 876 Εκδ. Ετόν.) λέει: «Ουδέν τοίνυν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία, περίελθε, ω άνθρωπε, πάσαν την κτίσιν τω λογισμώ, και βλέπε ει εστίν ίσον ή μείζον της Αγίας Θεοτόκου παρθένου, περινόστησον την γην, περίβλεψον την θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τον αέρα, τους ουρανούς τη διανοία ερεύνησον, τας αοράτους πάσας δυνάμεις ενθυμήθητι, και βλέπε ει εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν τη κτίσει». Και πάλι ο ίδιος «Και νυν ου λείπει τω Θεώ Δεβώρα, ου λείπει τω Θεώ Ισραήλ, έχομεν γαρ και ημείς την Αγίαν Παρθένον Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν υπέρ ημών, ει γαρ η τυχούσα γυνή ενίκησε, πόσω μάλλον η του Χριστού μήτηρ καταισχύνει τους εχθρούς της αληθείας;» (Λόγ. περί του χρησίμως τας προφητείας ασαφείς είναι). Και πάλι ο ίδιος: «Εάν ουν είπωσιν ότι των ουρανίων εστίν ο Μελχισεδέκ, ή άλλου τινός χωρίου, ακουσάτωσαν ότι και αυτός γόνυ κάμπτει τω Χριστώ τω σαρκωθέντι εκ της Θεοτόκου Μαρίας, λέγει γαρ ο Απόστολος κτλ.» (Ίωάν. Χρυσοστ. εις Μελχισεδέκ τόμ. στ' 296). Και πάλι «ο Θεός ουν ου μόνον έβλεπε την των Ιουδαίων ακμάζουσα ευσέβειαν, αλλά και την μετά ταύτα των πιστών ευσέβειαν προήδει ότι έμελλε προϊέναι εκ της Ιουδαίας η Αγία Θεοτόκος παρθένος, προεώρα τον χορόν των Αποστόλων, προέβλεπε τα τάγματα των ομολογητών, τας μυριάδας των Ιουδαίων των μελλόντων πιστεύειν κτλ.» (εις την δ'. ήμερ. της Κοσμοποιΐας τόμ. στ'. σελ. 475).

Ο Πρόκλος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μαθητής του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, και Πατέρας της Εκκλησίας λέει: «Συνεκάλεσαν ημάς νυν ενταύθα η Αγία Θεοτόκος και παρθένος Μαρία το αμόλυντον της παρθενίας κειμήλιον, ο λογικός του δευτέρου Αδάμ παράδεισος, το εργαστήριον της ενώσεως των φύσεων, η πανήγυρις του σωτηρίου συναλλάγματος, η παστάς εν η ο λόγος ενυμφεύσατο την σάρκα, η έμψυχος της φύσεως βάτος, η παρθένος και ουρανός, η μόνη Θεού προς ανθρώπους γέφυρα, ο φρικτός της οικονομίας ιστός, εν ω αρρήτως υφάνθη ο της ενώσεως χιτών...», (εγκωμ. εις την Θεοτόκον κτλ 6).

Ο Άγιος Αυγουστίνος το [400] (λόγ. περί φύσ. και χάριτ. κεφ. λστ') λέει: «Πλην μόνης της Θεοτόκου πάντες οι λοιποί ήμαρτον , κατά το, εάν ειπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, ψευδόμεθα, μόνη γαρ η Θεοτόκος πλείονα έλαβε χάριν». Ο δε Ιερός Θεοδώρητος το [436] μαρτυρεί στεντορείως ότι είναι αποστολική παράδοση και διδασκαλία να ονομάζουμε την Μαριάμ Θεοτόκον, λέγει γαρ: «των πάλαι και πρόπαλαι της ορθοδόξου πίστεως κηρύκων κατά την Αποστολικήν παράδοσιν Θεοτόκον διδαξάντων ονομάζει και πιστεύει την του Κυρίου μητέρα» (Βλέπ. Θεοδ. επιστ. Σπορακίω τόμ. δ'. σελ. 639).

Ο [Γρηγόριος ο Νύσσης] εις την γέννησιν του Κυρίου (Τόμ. III σελ. 460) λέγει περί της μητρός του Κυρίου η «Θεομήτωρ Παρθένος», το δε θεομήτωρ ερρήθη κατά το θεοπάτωρ, όπερ είναι επίθετον αποδιδόμενον τω προφήτη Δαυίδ παρά των υμνογράφων και των Αρχαίων πατέρων της Εκκλησίας ένεκεν της εξ αυτού κατά σάρκα καταγωγής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Το κείμενο λήφτηκε από την ιστοσελίδα http://www.el.wikipedia.org/

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Εικόνων ευλογία, Θεού προσευχή και δοξολογία !



Διαβάζω από το βιβλίο του Mishel quenot , η "Η εικόνα Θέα της Βασιλείας" ,τα όσα καταγράφει η σύνοδος της Μόσχας,σε μια εποχή όπου οι κοσμικοί αγιογράφοι και τα εργαστήρια αφθονούν,επισημαίνοντας την παρακμή σ'αυτούς :
Ο αγιογράφος των εικόνων οφείλει να είναι ταπεινός, πράος, ευσεβής, ούτε να φλυαρεί, ούτε να ζηλοτυπεί, ούτε να γελοκοπά, ούτε να μεθοκοπά, ούτε να κλέβει'\πεέπει να φυλάσσει την σωματική και πνευματική καθαρότητα.