Κατέβηκε από το χρυσό εικονοστάσι, έπλυνε τα κλαμένα της μάτια στη δρόσο
από τα κρίνα του Ευαγγελισμού κ’ έσυρε στ’ αγλύκαντα χείλη της το αίμα
απ’ τη’ τη λόγχη και τ’ αγκάθια .
Κι ανέβηκε πάλι στο θρόνο της, λάμποντας σαν κερήθρα ατρύγητη,
σα φέγγος που πέφτει από τ’ άστρα πάνω στα έρημα χιόνια.
Πήρανε να συνάζονται οι πιστοί της.
Προσκυνούσαν ένας-ένας, δε βλέπαν το ανάκουστο θάμα του όρθρου.
Μα όταν ζύγωσε ο ελάχιστος ο δούλος που την είχε ζωγραφίσει,
τα μάτια του ξεχείλισαν θάμα :
Είδε την κερήθρα την ατρύγητη, την αστροφεγγιά στα έρημα χιόνια
κι άκουσε το τραγούδι του αηδονιού που κυλούσε από τη μέση του θόλου.
Ποίημα του Παντελή Πρεβελάκη, που ήταν ενορίτης της Κυρίας των Αγγέλων και που θέλοντας να καταθέσει το δικό του συναίσθημα για την Εκκλησία της Παναγίας, έγραψε το παραπάνω ποίημα, τιμώντας παράλληλα και το Ρέθυμνο ,που ποτέ δεν ξέχασε ως γενέτειρά του. Από το βιβλίο του Γιώργη Καλογεράκη : « Τση Παναγιάς το Καταλόγι -Εκεί που η Παναγιά αντάμωσε το Σταυρό»